κιτρόχρους

κιτρόχρους
κιτρό-χρους, ουν,
A citron-coloured, Tz.H.9.630.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • κιτρόχρους — κιτρόχρους, ουν και οος, οον (Μ) αυτός που έχει το χρώμα τών κίτρων, κιτρινόχρους. [ΕΤΥΜΟΛ. < κίτρον + χρους (< χρώς), πρβλ. λευκό χρους, φαιό χρους] …   Dictionary of Greek

  • κίτρο(ν) — το (Α κίτρον) ο καρπός τού δέντρου κιτριά νεοελλ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην τάξη ρουτώδη και στην οικογένεια ρουτίδες και το οποίο περιλαμβάνει 10 περίπου είδη, γνωστά ως εσπεριδοειδή. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. citrum, το οποίο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”